- σωληνίδιον
- σωληνίδιονsmall grooveneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωληνιδίοις — σωληνίδιον small groove neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνιδίου — σωληνίδιον small groove neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνίδιο — το / σωληνίδιον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. τροποποιημένη αμβλεία τρίχα η οποία συνδέεται με ένα αισθητήριο κύτταρο στα πόδια τών ακάρεων αρχ. 1. μικρό αυλάκι 2. μικρός σωλήνας, μικρός αγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος + υποκορ. κατάλ ίδιον (πρβλ. τριχ… … Dictionary of Greek